- συνεταιριστικός
- -ή, -ό Ν [συνεταιρίζομαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνεταιρισμό («συνεταιριστικές οργανώσεις»)2. φρ. «συνεταιριστική ιδιοκτησία»(νομ.) ιδιοκτησία που ανήκει σε συλλογικούς ιδιοκτήτες τού τύπου κολλεκτίβας και παραγωγικού συνεταιρισμού και απαντά τόσο σε πρωτόγονες κοινωνίες όσο και σε ανεπτυγμένα κοινωνικά συστήματα.
Dictionary of Greek. 2013.